- ποικιλόγηρυς
- και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, -υος, ὁ, ἡ, Ααυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό-γηρυς)].
Dictionary of Greek. 2013.